ετερόκωφος

ετερόκωφος
ἑτερόκωφος, -ον (Α)
κουφός από το ένα αφτί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ετεροκωφώ — ἑτεροκωφῶ, έω (Α) [ετερόκωφος] είμαι κουφός από το ένα αφτί …   Dictionary of Greek

  • κωφός — ή, ό (Α κωφός, ή, όν) 1. αυτός που δεν ακούει, κουφός (α. «ὅσοι κωφοὶ γίνονται ἐκ γενετῆς πάντες καὶ ἐνεοὶ γίνονται», Αριστοτ. β. «νοῡς ὁρῆ καὶ νοῡς ἀκούει τἆλλα κωφὰ καὶ τυφλά», Επιχ.) 2. άηχος, αθόρυβος («κῡμα μέλαν κῶφόν τε καὶ ἄβρομον», Απολλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”